καταμαυρίζω

καταμαυρίζω
[κατάμαυρος]
1. καθιστώ κάτι εντελώς μαύρο, βάφω κάτι κατάμαυρο
2. (αμτβ.) γίνομαι κατάμαυρος
3. φρ. α) «τόν καταμαύρισαν στις εκλογές» — τόν καταψήφισαν, συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό αρνητικών ψήφων
β) «καταμαυρίζω την καρδιά κάποιου» — προξενώ σε κάποιον βαθύτατη θλίψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταμαυρίζω — καταμαύρισα, καταμαυρίστηκα, καταμαυρισμένος 1. κάνω κάτι μαύρο: Τον καταμαύρισαν στο ξύλο. 2. γίνομαι μαύρος: Καταμαύρισε το πόδι μου από το χτύπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκμελαίνω — ἐκμελαίνω (Α) καταμαυρίζω …   Dictionary of Greek

  • καταμαυρώ — καταμαυρῶ, όω (Μ) κάνω κάτι τελείως μαύρο, καταμαυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμαυρῶ] …   Dictionary of Greek

  • καταμελαίνω — (AM) μσν. κάνω κάτι εντελώς μαύρο, καταμαυρίζω αρχ. λυπούμαι, θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελαίνω «μαυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”