- καταμαυρίζω
- [κατάμαυρος]1. καθιστώ κάτι εντελώς μαύρο, βάφω κάτι κατάμαυρο2. (αμτβ.) γίνομαι κατάμαυρος3. φρ. α) «τόν καταμαύρισαν στις εκλογές» — τόν καταψήφισαν, συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό αρνητικών ψήφωνβ) «καταμαυρίζω την καρδιά κάποιου» — προξενώ σε κάποιον βαθύτατη θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.